- αγγλοφιλία
- η [αγγλόφιλος]συμπάθεια προς τους Άγγλους και οτιδήποτε σχετικό με αυτούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγλόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φίλος. ΠΑΡ. αγγλοφιλία] … Dictionary of Greek
αγγλόφιλος — η, ο φίλος των Άγγλων· αφηρημ. ουσ. αγγλοφιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)